Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γυιόω-ῶ
γυλιαύχην
γύλιος
γυλι·αύχην,
-αύχενος
(
ὁ, ἡ
) [
ῠ
] au long cou,
Ar.
Pax
789
.
Étym.
γύλιος, αὐχήν
.