Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γυμνασίαρχος
γυμνασίδιον
γυμνάσιον
γυμνασίδιον,
ου
(
τὸ
) [
ᾰῐδ
] petit gymnase,
Arr.
Epict.
2, 16, 29
.
Étym.
dim. du suiv.