γυμνικός

γυμνοδερκέομαι-οῦμαι

γυμνόκαρπος
γυμνο·δερκέομαι-οῦμαι (seul. prés.) se faire voir nu, Luc. Cyn. 1.
Étym. γυμνός, δέρκομαι.