Γυμνοσοφισταί

γυμνοσπέρματος

γυμνόσπερμος
γυμνο·σπέρματος, ος, ον [] dont les graines sont nues, c. à d. non enveloppées, Th. H.P. 1, 11, 2 ; 8, 4, 1.
Étym. γ. σπέρμα.