γυμνόσπερμος

γυμνότης

γυμνόχροος-ους
γυμνότης, ητος () nudité, Spt. Deut. 28, 48 ; NT. Rom. 8, 35 ; 2 Cor. 11, 27 ; Apoc. 3, 18.
Étym. γυμνός.