Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γυναικηρός
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικίας,
ου
(
ὁ
) [
ῠ
] homme efféminé,
Luc.
Pisc.
31
.
Étym.
γυνή
.