γυναικίζω

γυναικικός

γυναίκισις
γυναικικός, ή, όν [] de femme, féminin, Arstt. G.A. 4, 2, 1 ||
Cp. ώτερος, Arstt. H.A. 7, 1, 15.
Étym. γυνή.