γυναικομανέω-ῶ

γυναικομανής

γυναικομανία
γυναικο·μανής, ής, ές [ῠᾰ] fou des femmes, Anth. 12, 86 ; Luc. Alex. 11 ; Ath. 464d ; etc.
Étym. γ. μαίνομαι.