γυναικοτραφής

γυναικοφίλης

γυναικόφρων
γυναικο·φίλης, ου () qui aime les femmes, Polyz. (Poll. 6, 168) ||
E Voc. -φίλα [] Anth. 6, 78. Dor. nomin. -φίλας [] Thcr. Idyl. 8, 60.
Étym. γ. φίλος.