γυναικοπαθέω-ῶ

γυναικοπληθής

γυναικόποινος
γυναικο·πληθής, ής, ές [] qui se compose d’une foule de femmes, Eschl. Pers. 122 ; Eur. Alc. 952.
Étym. γ. πλῆθος.