γυναικόποινος

γυναικοπρεπής

γυναικοπρεπώδης
γυναικο·πρεπής, ής, ές [] qui sied à une femme, Plut. M. 102d ||
Cp. -έστερος, Procl. Ptol. 203.
Étym. γ. πρέπω.