γυναικόω-ῶ

γυναικώδης

γυναικών
γυναικώδης, ης, ες [] semblable à une femme, efféminé, DS. 2, 24 ; Luc. Nigr. 11 ; joint à ἀγεννής, Pol. 2, 56, 9 ; à ἄνανδρος, Plut. Sol. 21.
Étym. th. γυναικ- de γυνή, -ωδης.