γηλεχής

γήλοφος

γήμασθαι
γή·λοφος, ος, ον, qui s’élève en colline, Geop. 3, 1, 9 ; 5, 2, 15 ; subst. ὁ γ. colline, Xén. An. 1, 5, 8 ; 4, 4, 1 ; Plat. Criti. 113b.
Étym. γῆ, λόφος.