γηροτροφία

γηροτρόφος

γηροφορέω-ῶ
γηρο·τρόφος, ος, ον :
1 c. γηροϐοσκός 1, Eur. Alc. 668 ; Lgs 3, 9 ||
2 c. γηροϐοσκός 2, Pd. (Plat. Rsp. 331a ; Plut. M. 477b).
Étym. γῆρας, τρέφω.