γωνία

γωνιαῖος

γωνιακῶς
γωνιαῖος, α, ον d’angle, angulaire, DH. 3, 21 ; Spt. Job 38, 6 ; fig. Plat. com. 2-2, 639, 2 Mein.
Étym. γωνία.