γωνιωτός

γωρυτός

Γωσίθρης
γωρυτός, οῦ () []
1 étui d’un arc, Od. 21, 54 ||
2 carquois, Lyc. 458 ; Luc. Herc. 1 ||
E ἡ γ. Anth. 6, 34.