ἁδροκέφαλος

ἁδρομερής

ἁδρομερῶς
ἁδρο·μερής, ής, ές :
1 composé de parties épaisses, DS. 5, 26 ||
2 p. suite, fort, riche, Diosc. 5, 9 ||
Cp. -έστερος, Gal. 13, 8 ; Diosc. 5, 10.
Étym. ἁ. μέρος.