ἁγισμός

ἁγιστεία

ἁγιστεύω
ἁγιστεία, ας () [ᾰγ]
1 coutume sacrée, cérémonie religieuse, Plat. Ax. 371d ; Isocr. 227a, etc. ||
2 culte, dévotion, Str. 477.
Étym. ἁγιστεύω.