ἁγνευτήριον

ἁγνευτικός

ἁγνεύω
ἁγνευτικός, ή, όν :
1 qui conserve la chasteté, p. opp. à ἀφροδισιαστικός, Arstt. H.A. 1, 1, 30 ||
2 propre à purifier : τὸ ἁγνευτικόν, Phil. 2, 206, sacrifice expiatoire, purification.