αἱματίζω

αἱματικός

αἱμάτινος
αἱματικός, ή, όν []
1 du sang, qui concerne le sang, Arstt. P.A. 2, 6, 8, etc. ||
2 qui a du sang, Arstt. H.A. 7, 3, au sup. -ώτατος ||
3 βολϐὸς ὁ αἱματικός, c. ἡμεροκαλλίς, Diosc. 3, 137.
Étym. αἷμα.