αἱματίς

αἱματίτης

αἱματῖτις
αἱματίτης, ου [ᾰῑ] adj. m. sanguin, Hpc. 557, 12 ; λίθος αἱμ. Th. Lap. 37 ; Diosc. 5, 143, hématite, pierre.
Étym. αἷμα.