Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω-ῶ
αἱματο·λοιχός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui lèche le sang,
Eschl.
Ag.
1457
.
Étym.
αἷμα, λείχω
.