Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱματοποιητικός
αἱματοποιός
αἱματοποσία
αἱματο·ποιός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui fait couler le sang,
Herm.
Iatr.
388, 6
.
Étym.
αἷ. ποιέω
.