Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
αἱμόφυρτος
αἱμοχροώδης
αἱμόω-ῶ
αἱμο·χροώδης,
ης, ες,
qui a couleur de sang,
Hpc.
1139, 1
.
Étym.
αἷ. χρόα, -ωδης
.