Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Αἱμονίηθεν
αἱμοποσία
αἱμοπότης
αἱμοποσία,
ας
(
ἡ
) action de boire du sang,
Porph.
(
Stob.
1, 438, 25
).
Étym.
αἱμοπότης
.