αἱμοπότης

αἱμοπτυϊκός

αἱμοπώτης
αἱμο·πτυϊκός, ή, όν, qui crache le sang, Diosc. 1, 27, 82 ; Ruf. (Orib. 2, 206 B.-Dar.) ; Gal. 8, 539, 540, etc.
Étym. αἷμα, πτύω.