αἱμορραγέω-ῶ

αἱμορραγής

αἱμορραγία
αἱμο·ρραγής, ής, ές [] dont le sang sort à flots, Soph. Ph. 825 ; Hpc. 1029f.
Étym. αἷμα, ῥήγνυμι.