αἱμοσταγής

αἱμόστασις

αἱμοστατικός
αἱμό·στασις, εως () []
1 médicament pour arrêter le sang, Gal. 13, 546 ||
2 consoude, plante, Diosc. 4, 82.
Étym. αἷ. στ.