αἱρεσιαρχέω-ῶ

αἱρεσιάρχης

αἱρέσιμος
αἱρεσι·άρχης, ου ()
1 chef d’école, Sext. 179, 6 Bkk. ||
2 chef d’une secte religieuse, hérésiarque, Eus. 2, 168 Migne, etc.
Étym. αἵρεσις, ἄρχω.