Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλατόμητος
ἁλατοπωλία
ἀλάτρευτος
ἁλατο·πωλία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰᾰτ
] vente de sel,
Arstt.
Œc.
2, 2, 3
.
Étym.
ἅλας, πωλέω
.