ἀλεὴς ὕπνος

ἁλεία

Ἅλεια
ἁλεία, ας () [ᾰλ] pêche, Arstt. Œc. 2, 4, 6 dout. ; Hdn 3, 1, etc.
Étym. p. ἀλιεία.