Ἁλιάκμων

ἁλιανθής

Ἁλιάρτιος
ἁλι·ανθής, ής, ές [ᾰλ] teint en fleur de mer, c. à d. en pourpre, Anth. 5, 228 ; 7, 705.
Étym. ἅλς, ἄνθος.