ἁλιπλεύμων

ἁλίπληκτος

ἁλιπλήξ
*ἁλί·πληκτος, seul. dor. ἁλίπλακτος, ος, ον [] battu des flots, Pd. P. 4, 14 ; Soph. Aj. 597.
Étym. ἅ. πλήσσω.