Ἁλιρρόθιος

ἁλίρροθος

ἁλίρροιζος
ἁλί·ρροθος, ος, ον [] qui résonne du bruit de la mer, Eschl. Pers. 367 ; Eur. Hipp. 1205.
Étym. ἅλς, ῥόθος.