ἄλισμα

ἁλισμάραγος

ἁλίσμηκτος
ἁλι·σμάραγος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] qui résonne du bruit de la mer, Nonn. D. 39, 362.
Étym. ἅλς, σμαραγή.