ἁλίσμηκτος

ἁλιστέφανος

ἁλιστεφής
ἁλι·στέφανος, ος, ον [ᾰᾰ] entouré comme d’une couronne par la mer, Hh. Ap. 412 ; Nonn. D. 28, 89, etc.
Étym. ἅ. στέφανος.