ἁλίτροχος

ἁλίτρυτος

Ἀλίττα
ἁλί·τρυτος, ος, ον [ᾰῡ] maltraité par la mer, Thcr. Idyl. 1, 45 ; Anth. 7, 294.
Étym. ἅ. τρύω.