Ἀλόπη

ἁλοπήγια

ἁλοπηγός
ἁλοπήγια, ων (τὰ) [ᾰλ] salines (litt. lieu où le sel se solidifie) Str. 312, 605 ; Plut. Rom. 25.
Étym. ἁλοπηγός.