ἁλτηριοϐολία

ἁλτηροϐολία

Ἄλτης
ἁλτηρο·ϐολία, ας () maniement du balancier, Jambl. V. Pyth. 21.
Étym. ἁλτῆρες, -ϐόλος de βάλλω.