ἁλυκόσμυρνα

ἁλυκότης

ἀλυκρός
ἁλυκότης, ητος () [ᾰῠ] salure, Arstt. fr. 209 ; Th. C.P. 2, 5, 4 ; Plut. M. 627a, etc.
Étym. ἁλυκός.