ἀλυκτοπέδη

ἁλυκώδης

ἀλύμαντος
ἁλυκώδης, ης, ες [ᾰῠ] d’un goût semblable à celui du sel, Hpc. 396, 28 ; Th. H.P. 9, 11, 2.
Étym. ἁλυκός, -ωδης.