ἁλώνιον

ἁλωνοτριϐέω-ῶ

ἀλωόμενος
ἁλωνο·τριϐέω-ῶ [ᾰῑ] broyer dans l’aire, Lgs 3, 29.
Étym. ἅλων, τρίϐω.