ἁματροχάω

ἁματροχιά

ἀμάτωρ
ἁμα·τροχιά, ᾶς () [ᾰμ]
1 rencontre de deux chars, Il. 23, 422 ||
2 trace des roues d’un char, Call. fr. 35.
Étym. ἅμα, τρόχος.