Ἁμαξοκυλισταί

ἁμαξοπηγία

ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπηγία, ας () [ᾰμ] métier de charron, Th. H.P. 5, 7, 6.
Étym. ἁμαξοπηγός.