ἀπαλοιάω

ἁπαλοκουρίς

ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλο·κουρίς, ίδος () [ᾰᾰ] sorte de poisson, Epich. (Ath. 304e).
Étym. ἁπαλός, κούρη.