ἀπαντλητέον

ἁπάντοτε

ἀπανύω
ἁπάντοτε, adv. toutes les fois, Dysc. Conj. 546, 9 ; Adv. 595, 33, etc. ; Synt. 138, 2 ; 150, 6, etc.
Étym. ἅπας, -τε.