ἄπλοια

ἁπλοΐζομαι

ἁπλοϊκός
ἁπλοΐζομαι (seul. prés.) agir simplement ou franchement : πρός τινά τι, Xén. Mem. 4, 2, 18, avec qqn en qqe ch.
Étym. ἁπλόος.