ἁπλόη

ἁπλόθριξ

ἄπλοια
ἁπλό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ῐχ] aux cheveux plats ou unis, A. Aphr. Probl. 1, 2 ; 1, 8 ; Ptol. Tetr. p. 143a.
Étym. ἁπλόος, θρίξ.