ἁπλότης

ἁπλοτομέω-ῶ

ἁπλοτομία
ἁπλοτομέω-ῶ, faire une incision simple, Antyll. (Orib. 3, 570 B.-Dar.) ; P. Eg. 170 Briau.
Étym. ἁπλόος, τέμνω.