Ἁρμαμίθρης

ἁρμασίδουπος

ἁρματαρχία
ἁρμασί·δουπος, ος, ον [μᾰῐ] qui retentit du bruit des chars, Pd. (Eust. Op. 56, 18).
Étym. ἅρμα, δοῦπος.